Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φείδου δ'

См. также в других словарях:

  • φείδου — φείδομαι spare pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) φείδομαι spare imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) φειδώ sparing nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φείδομαι — ΝΜΑ 1. κάνω μέτρια και εσκεμμένη χρήση, καταναλώνω με μέτρο, διαθέτω με περίσκεψη 2. είμαι φειδωλός, κάνω οικονομία, τσιγγουνεύομαι 3. (σχετικά με πρόσ. και πραγμ.) διατηρώ σώο, αφήνω απείραχτο, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι (α. «δεν φείδεται χρημάτων… …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

  • απόφθεγμα — το, ατος 1. γνώμη που διατυπώνεται αυθεντικά: Αυτό που είπες δεν είναι γνώμη, αλλά απόφθεγμα. 2. σύντομη και επιγραμματική κρίση, γνωμικό: Τα «μέτρον άριστον», «χρόνου φείδου» κι άλλα παρόμοια είναι αποφθέγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»